αγλέουρας

αγλέουρας
αγλέουρας, ο και αγκλέουρας, ο
ένα δηλητηριώδες φυτό (γαλατσίδα)· χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: Έφαγε τον αγλέουρα (πάρα πολύ). – Να βγάλεις τον αγλέουρα (να βουβαθείς).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγλέουρας — και αγλέορας και αγκλέορας και αγκλέουρας, ο 1. Βοτ. κοινή ονομασία τού δηλητηριώδους είδους Euphorbia biglandulosa τού γένους Ευφορβία* τής οικογένειας τών Ευφορβιδών 2. φρ. «έφαγε τον αγλέουρα», έφαγε υπερβολικά, μέχρι σκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • αγκλέορας — και αγκλέουρας, ο ο αγλέουρας* …   Dictionary of Greek

  • αγλεουρίζω — και αγκλεουρίζω [αγλέουρας] 1. δηλητηριάζω τα νερά ποταμού, λίμνης ή θάλασσας με αγλέουρα, για να πιάσω τα ψάρια ή τα χέλια που θα δηλητηριαστούν με αυτόν τον τρόπο 2. ψαρεύω σε ποταμό, λίμνη ή θάλασσα, αφού προηγουμένως δηλητηριάσω τα νερά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”